Καινοτόμες μελέτες και μέθοδοι υπεράκτιας κατασκευής χρησιμοποιήθηκαν ώστε να γίνει πραγματικότητα αυτή η μοναδική καλωδιωτή γέφυρα πολλαπλών ανοιγμάτων. Αξίζει να σημειώσουμε τα αβαθή θεμέλια σε ενισχυμένο πυθμένα, το συνεχές και πλήρως αναρτημένο κατάστρωμα καθ’ όλο το μήκος της γέφυρας (2.252 m), το ευμεγέθες σύστημα απόσβεσης, τα εξοπλισμένα με ειδικές αντισεισμικές διατάξεις καλώδια ανάρτησης, τους αρμούς διαστολής που μπορούν να παραλάβουν μεγάλες μετατοπίσεις προς όλες τις κατευθύνσεις.
Της μελέτης και κατασκευής προΐστατο η γαλλική εταιρεία Vinci σε συνεργασία με τις μεγαλύτερες ελληνικές κατασκευαστικές εταιρείες (Άκτωρ, J&P και Αθηνά).
i. Περιβάλλον
Το περιβάλλον στο οποίο κατασκευάστηκε η γέφυρα παρουσιάζει έναν συνδυασμό φυσικών αντιξοοτήτων που καθιστά το έργο αυτό αρκετά περίπλοκο, όπως το πλάτος του Στενού που είναι περίπου 2.500 μέτρα, το βάθος της θάλασσας (ως και 65 μέτρα) σε συνδυασμό με τα βαθιά χαλαρά αλλουβιακά στρώματα, η πιθανότητα ισχυρής σεισμικής δραστηριότητας, οι τεκτονικές κινήσεις και οι εξαιρετικά ισχυροί άνεμοι.
1. Υπέδαφος
Το ανάγλυφο του πυθμένα εμφανίζει απότομες κλίσεις προς τις δύο ακτές και ένα μεγάλο οριζόντιο επίπεδο σε βάθος περίπου 60 μέτρων κάτω από την επιφάνεια της
2. Σεισμοί & τεκτονικές κινήσεις
Στον Κορινθιακό Κόλπο και πιο συγκεκριμένα στη βόρεια ακτή της Πελοποννήσου, έχει καταγραφεί ένας μεγάλος αριθμός ενεργών ρηγμάτων, δηλαδή στο Ξυλόκαστρο, το Αίγιο, την Ελίκη, τον Ψαθόπυργο, την Πάτρα κ.ά. (κόκκινες γραμμές στον χάρτη).
Τα ρήγματα αυτά προκαλούν τεκτονικές κινήσεις και την πλειονότητα των σεισμών που καταγράφονται στην περιοχή. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ακτή του Ρίου (Πελοπόννησος) απομακρύνεται από την πλευρά του Αντιρρίου (Στερεά Ελλάδα) κατά κάποια χιλιοστά κάθε χρόνο.
Η ανάλυση σεισμικού κινδύνου κατέληξε ότι μπορούν να συμβούν σεισμοί κοντινού πεδίου μεγέθους ως και 6,5 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ. Στον χάρτη, οι κύκλοι και τα τετράγωνα αντιστοιχούν σε ιστορικούς και καταγεγραμμένους από τα όργανα σεισμούς μεγέθους μεγαλύτερου των 5,5 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ.
3. Άνεμοι
Λόγω της μορφολογίας των γύρω ορεινών όγκων, το Στενό Ρίου-Αντιρρίου είναι γνωστό για τους συχνούς και ισχυρούς ανέμους. Η ταχύτητα αναφοράς του ανέμου (ωριαίος μέσος όρος σε 10 μέτρα ύψος, περίοδος επαναφοράς 120 έτη) εκτιμήθηκε στα 32 m/sec με βάση μια πλούσια βάση δεδομένων μετρήσεων ανέμων.
ii. Φορτία μελέτης
Τα σεισμικά φορτία μελέτης παρουσιάζονται με τη μορφή φάσματος απόκρισης στο επίπεδο του πυθμένα της θάλασσας. Η μέγιστη επιτάχυνση εδάφους ισούται με 0,48 g και η μέγιστη φασματική επιτάχυνση ισούται με 1,2 g για περιόδους μεταξύ 0,2 s και 1,0 s. Το φάσμα αυτό θεωρείται ότι αντιστοιχεί σε περίοδο επαναφοράς 2.000 ετών ή σε 5% πιθανότητα υπέρβασης για τη διάρκεια ζωής των 120 ετών. Στο ακόλουθο σχήμα, το φάσμα μελέτης της Γέφυρας συγκρίνεται με αυτό που απαιτείται από τον Ελληνικό Αντισεισμικό Κανονισμό (EAK 2000).
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Πελοπόννησος απομακρύνεται από την ηπειρωτική Ελλάδα κατά κάποια χιλιοστά τον χρόνο. Δεδομένης της διάρκειας ζωής των 120 ετών της Γέφυρας, οι συμβατικές προδιαγραφές απαιτούσαν η Γέφυρα να μπορεί να παραλάβει πιθανές κινήσεις ρηγμάτων ως και 2 μέτρων προς κάθε κατεύθυνση, οριζόντια και/ή κατακόρυφα μεταξύ δύο διαδοχικών βάθρων, σε συνδυασμό με κατακόρυφη κλίση 1/500 των πυλώνων.
Στο επίπεδο του καταστρώματος (57 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας) η ταχύτητα ανέμου αναφοράς είναι 50 m/sec. Ωστόσο, τα εύκαμπτα καταστρώματα, όπως αυτά των καλωδιωτών (δηλαδή της Γέφυρας Ρίου-Αντιρρίου) και των κρεμαστών γεφυρών είναι επιρρεπή σε αεροδυναμικές αστάθειες. Οι υπάρχουσες προδιαγραφές απαιτούν η αεροδυναμική ευστάθεια των εύκαμπτων γεφυρών με άνοιγμα μεγαλύτερο των 200 μέτρων να επιβεβαιώνεται με αεροδυναμικές δοκιμές. Για τη Γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου, οι προδιαγραφές απαιτούσαν η κρίσιμη ταχύτητα ανέμου για «αστάθεια σε πτερυγισμό» (flutter instability) να είναι μεγαλύτερη των 74 m/sec και ότι δεν πρέπει να εμφανίζεται «διάχυση σε δίνη» (vortex shedding) σε ταχύτητες μεταξύ 0 και 53 m/sec.
Επίσης, η γέφυρα πρέπει να είναι ικανή να αντέξει σε πρόσκρουση δεξαμενοπλοίου 180.000 τόνων dwt που πλέει με ταχύτητα 16 κόμβων. Αυτό αντιστοιχεί σε οριζόντιο στατικό φορτίο 28.000 τόνων που εφαρμόζεται σε ύψος 67 μέτρων από τα θεμέλια (3 μέτρα πάνω από τη συνήθη επιφάνεια της θάλασσας).
Ο κρίσιμος τυχηματικός σεισμικός συνδυασμός φόρτισης συνίσταται από τον σεισμό σχεδιασμού και 50% των τεκτονικών κινήσεων.
iii. Σχεδιασμός
Εξαρχής ήταν σαφές ότι το κρίσιμο φορτίο για το μεγαλύτερο τμήμα της κατασκευής είναι ο συνδυασμός τυχηματικού σεισμικού φορτίου.
Η επιλογή αυτής της μελέτης έγινε μετά από εξέταση ενός μεγάλου αριθμού πιθανών λύσεων αναφορικά με το είδος των ανοιγμάτων (κρεμαστή έναντι καλωδιωτής γέφυρας) και συστημάτων θεμελίωσης. Πιο συγκεκριμένα, αναφορικά με τα θεμέλια, η φέρουσα ικανότητα και οι αντίστοιχες κατασκευαστικές μέθοδοι αποτελούσαν βασικό μέλημα σε αυτές τις δύσκολες περιβαλλοντικές συνθήκες που χαρακτηρίζονται από χαλαρό έδαφος έδρασης, σημαντικές σεισμικές επιταχύνσεις και μεγάλο βάθος νερού. Εξετάστηκαν και εναλλακτικά συστήματα θεμελίωσης (όπως η θεμελίωση με πασσάλους, οι βαθιά πακτωμένοι θάλαμοι και αντικατάσταση εδάφους) με τα αντίστοιχα πλεονεκτήματά τους σε ό,τι αφορά την οικονομία, τη δυνατότητα υλοποίησης και την τεχνική αρτιότητα. Η ανάλυση αυτή κατέδειξε ότι η αβαθής θεμελίωση ήταν η πιο ικανοποιητική λύση εφόσον ήταν εφικτή η σημαντική βελτίωση των 20 πρώτων μέτρων του εδάφους. Αυτό επιτεύχθηκε με τη χρήση μεταλλικών ενθεμάτων. Αν και οι θεμελιώσεις αυτές μοιάζουν με θεμελιώσεις με πασσάλους, δεν συμπεριφέρονται σε καμία περίπτωση ως τέτοιες, αφού δεν υπάρχει σύνδεση μεταξύ των ενθεμάτων και του θεμελίου το οποίο θα επιτρέψει στη θεμελίωση να ανασηκωθεί μερικώς ή να ολισθήσει σε σχέση με το έδαφος κατά τη διάρκεια ενός σεισμικού γεγονότος.
Ένα άλλο μοναδικό χαρακτηριστικό του έργου αυτού είναι το συνεχές καλωδιωτό κατάστρωμα, το οποίο εκτός του ότι είναι το μακρύτερο στον κόσμο, είναι και πλήρως αναρτημένο. Αυτό δημιουργεί ένα αποτελεσματικό σύστημα μόνωσης που μειώνει σημαντικά τις σεισμικές δυνάμεις που ασκούνται στο κατάστρωμα και επιτρέπει στη γέφυρα να παραλαμβάνει τις μετακινήσεις ρηγμάτων μεταξύ των γειτονικών βάθρων χάρη στην ευκαμψία του. Στην εγκάρσια διεύθυνση, το κατάστρωμα θα συμπεριφέρεται σαν εκκρεμές και οι πλευρικές του κινήσεις πρέπει να απορροφώνται. Αυτό επιτυγχάνεται με τη χρήση 4 υδραυλικών αποσβεστήρων στους πυλώνες και 2 στα μεταβατικά ακρόβαθρα. Μπορούν να περιορίσουν τις σχετικές πλευρικές μετατοπίσεις μεταξύ του καταστρώματος και των πυλώνων και να απορροφήσουν μεγάλο μέρος της ενέργειας που εισάγεται κατά τη διάρκεια σεισμικών γεγονότων. Ωστόσο, το κατάστρωμα πρέπει να παραμένει στη θέση του και στη διάρκεια πολύ ισχυρών ανέμων. Για το σκοπό αυτό, είναι συνδεδεμένο με κάθε πυλώνα μέσω μιας οριζόντιας μεταλλικής ράβδου ικανότητας 10.500KN (που ονομάζεται «αναστολέας εγκάρσιας στήριξης») και η οποία θα σπάσει μόνο σε περίπτωση εξαιρετικά ασυνήθιστου σεισμικού γεγονότος, επιτρέποντας έτσι στους αποσβεστήρες να ενεργοποιηθούν.
Ο αρμός διαστολής με ειδικά στοιχεία εγκάρσιας στήριξης έχει σχεδιαστεί για να επιτρέπει τις μέγιστες κινήσεις σχεδιασμού της κυρίως γέφυρας ως προς τις γέφυρες πρόσβασης. Ενώ ο αρμός διαστολής μπορεί να παραλάβει σε λειτουργία μετακίνηση 1.22 μ (κλείσιμο) και 1.26 μ (άνοιγμα) κατά μήκος και +/- 0.10 μ κατά πλάτος έχει σχεδιαστεί για μέγιστη μετακίνηση 2.20 μ (κλείσιμο) και 2.81 μ (άνοιγμα) κατά μήκος και +/- 2.50 μ κατά πλάτος για τον σεισμό σχεδιασμού. Στη διάρκεια του σεισμού, τα στοιχεία της εγκάρσιας στήριξης μέσα στον αρμό διαστολής θα ελευθερωθούν για να ελαχιστοποιηθούν οι δυνάμεις που ασκούνται στη δομή της γέφυρας προκαλώντας έτσι περιορισμένες, μικρές και ελεγχόμενες φθορές στον αρμό διαστολής και την παρακείμενη δομή της γέφυρας.
iv. Περιγραφή της γέφυρας
Η γέφυρα αποτελείται από τις εξής κατασκευές:
• Την κυρίως γέφυρα, δηλαδή μια καλωδιωτή γέφυρα πολλαπλών ανοιγμάτων μήκους 2.252 μέτρων, με ανοίγματα μήκους 286m-560m-560m-560m-286m.
• Δύο γέφυρες πρόσβασης μήκους 392 μέτρων στην πλευρά του Ρίου (σύμμεικτο κατάστρωμα) και 239 μέτρων στην πλευρά του Αντιρρίου (προεντεταμένες αμφιέρειστες δοκούς).
Η άνω στρώση του υπεδάφους κάτω από τα θεμέλια των πυλώνων ενισχύθηκε με ενθέματα, τα οποία είναι κοίλοι μεταλλικοί σωλήνες διαμέτρου 2 μέτρων και μήκους 25 έως 30 μέτρων που εμπήγνυνται σε ανά αποστάσεις 7 μέτρων μεταξύ τους. Στη θέση των βάθρων τοποθετήθηκαν περίπου 200 τέτοιοι σωλήνες. Μια στρώση αμμοχάλικου, πάχους 3 μέτρων επιμελημένα ισοπεδωμένη καλύπτει τα ενθέματα αυτά. Τα θεμέλια είναι θάλαμοι από οπλισμένο σκυρόδεμα διαμέτρου 90 μέτρων (που ονομάζονται πέδιλα), που εδράζονται στη στρώση του αμμοχάλικου.
Ένας κώνος διαμέτρου από 38 ως 26 μέτρα αποτελεί το κάτω μέρος του βάθρου. Στο επάνω μέρος του βάθρου υπάρχει μια οκτάγωνη δομή (κορμός βάθρου) και μια ανεστραμμένη πυραμίδα ύψους περίπου 15 μέτρων (κεφαλή βάθρου). Κάθε πυλώνας αποτελείται από μια τετράγωνη βάση πλευράς 38 μέτρων (βάση πυλώνα) και τέσσερα σκέλη από οπλισμένο σκυρόδεμα. Τα σκέλη, διατομής 4×4 μέτρων, πακτώνονται στις 4 γωνίες της βάσης πυλώνα, σχηματίζοντας μια συμπαγή κατασκευή. Ενώνονται στην κορυφή της κεφαλής πυλώνα και προσφέρουν την απαραίτητη ακαμψία ώστε να υπάρχει αντοχή σε ασύμμετρα φορτία λειτουργίας και σεισμικές δυνάμεις.
Τα καλώδια ανάρτησης, που σχηματίζουν ημι-ριπιδοειδή σχήμα, είναι τοποθετημένα σε δύο κεκλιμένες διατάξεις, με το κάτω μέρος τους να αγκυρώνεται στις πλευρές του καταστρώματος και το πάνω μέρος τους στην κεφαλή πυλώνα. Αποτελούνται από 43 ως 73 παράλληλους γαλβανισμένους τένοντες που προστατεύονται από μια εξελασμένη στρώση πολυαιθυλενίου υψηλής πυκνότητας (HDPE). Τέλος, όλοι οι τένοντες είναι τοποθετημένοι μέσα σε περίβλημα από HDPE. Το σύστημα καλωδίων ανάρτησης που έχει προμηθεύσει η Freyssinet ,είναι εξοπλισμένο με ειδικά εξαρτήματα που σχετίζονται με τη συμπεριφορά του σε ισχυρούς σεισμούς. Περιλαμβάνει διατάξεις που ασφαλίζουν τις σφήνες σε περίπτωση που το καλώδιο αποφορτίζεται και σωλήνες εκτροπής στην αγκύρωση για να ελέγχεται η καμπυλότητα του καλωδίου στη διάρκεια σεισμικών ταλαντώσεων.
Το κατάστρωμα έχει πλάτος 27,2 μέτρα με δύο λωρίδες κυκλοφορίας, μια λωρίδα ασφαλείας και πεζοδρόμιο σε κάθε κατεύθυνση. Πρόκειται για μια σύμμεικτη κατασκευή με χαλύβδινο σκελετό, που αποτελείται από δύο διαμήκεις πλακοδοκούς ύψους 2,2 μέτρων σε κάθε πλευρά με εγκάρσιες πλακοδοκούς ανά 4 μέτρα. Η επάνω πλάκα είναι κατασκευασμένη από οπλισμένο σκυρόδεμα. Η CSTB – Nantes πραγματοποίησε εκτενείς δοκιμές σε αεροδυναμική σήραγγα ώστε να προσδιοριστεί η ακριβής γεωμετρία του τμήματος του καταστρώματος και να διασφαλιστεί ότι πληρούνται όλες οι αεροδυναμικές απαιτήσεις.
Η ανωδομή του καταστρώματος είναι συνεχής και πλήρως ανηρτημένη με καλώδια ανάρτησης σε όλο το μήκος της. Ένα καινοτόμο σύστημα απόσβεσης ενέργειας συνδέει το κατάστρωμα με την κορυφή του κάθε βάθρου και περιορίζει την πλευρική κίνηση του καταστρώματος κατά τη διάρκεια του σεισμού σχεδιασμού, ενώ απορροφά και τη σεισμική ενέργεια. Το σύστημα αντισεισμικής προστασίας περιλαμβάνει αναστολείς εγκάρσιων στηρίξεων (ικανότητα 10.5 MN και 3.5 MN στα κυρίως βάθρα και τα μεταβατικά ακρόβαθρα, αντιστοίχως) και ιξώδεις αποσβεστήρες (ικανότητας 3,5 MN ο καθένας) που λειτουργούν παράλληλα και συνδέουν εγκάρσια το κατάστρωμα με τα βάθρα. Οι αναστολείς είναι σχεδιασμένοι ως σταθερή σύνδεση που προστατεύει τα υδραυλικά εξαρτήματα παραλαμβάνοντας τα συχνά φορτία ανέμου. Σε περίπτωση σεισμού, οι αναστολείς εγκάρσιων στηρίξεων είναι σχεδιασμένοι να διαρρέουν, αφήνοντας τους ιξώδεις αποσβεστήρες ελεύθερους να απορροφήσουν την ενέργεια που εκλύεται από τον σεισμό στην κατασκευή. Οι υδραυλικοί αποσβεστήρες, που κατασκευάστηκαν από την FIP-Industriale S.p.A μπορούν να παραλάβουν μετατοπίσεις -1650mm/+1850mm στα κυρίως βάθρα και -2600mm/+2600mm στα μεταβατικά ακρόβαθρα. Μετά από ένα σεισμικό γεγονός, νέες εγκάρσιες στηρίξεις μπορούν να επανατοποθετηθούν σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα.
Στη διαμήκη διεύθυνση, το κατάστρωμα είναι ελεύθερο να απορροφά όλες τις θερμικές και τεκτονικές κινήσεις. Για τον λόγο αυτόν τα ακρόβαθρα είναι μεταλλικά περιστρεφόμενα πλαίσια (αρθρωτά στις άκρες τους) που παραλαμβάνουν τις μεγάλες μετακινήσεις του καταστρώματος μήκους 2.252 μέτρων. Μεταξύ της κυρίως γέφυρας και των γεφυρών πρόσβασης, οι αρμοί διαστολής, που έχει προμηθεύσει η Maurer Söhne, παραλαμβάνουν τις μεγάλες μετακινήσεις.
Σχετικά με τα υλικά, τα περισσότερα στοιχεία της γέφυρας είναι από οπλισμένο σκυρόδεμα. Η κατηγορία σκυροδέματος κυμαίνεται κυρίως μεταξύ C45/55 και C60/75 και η ποιότητα χάλυβα για τον σιδηροπολισμό ήταν S500s. Για τις προεντεταμένες κατασκευές (στη βάση και την κεφαλή πυλώνα) η χαρακτηριστική αντοχή θραύσης των τενόντων ήταν fpk=1860MPa. Το πλαίσιο του κυρίως καταστρώματος, ο θάλαμος της κεφαλής πυλώνα και το περιστρεφόμενο πλαίσιο (στα ακρόβαθρα) είναι κατασκευασμένα από δομικό χάλυβα ποιότητας S460 και/ή S355. Τέλος, οι τένοντες των καλωδίων ανάρτησης έχουν εγγυημένη εφελκυστική αντοχή θραύσης FGUTS=1770MPa.
v. Μέθοδοι κατασκευής
Οι μέθοδοι κατασκευής για τα θεμέλια είναι αυτές που συνήθως χρησιμοποιούνται για την κατασκευή υπερθαλάσσιων πλατφορμών από σκυρόδεμα:
• κατασκευή των πέδιλων της θεμελίωσης σε ξηρά δεξαμενή μέχρι το ύψος των 15 μέτρων ώστε να παρέχεται επαρκής άνωση,
• ρυμούλκηση και πρόσδεση των πέδιλων αυτών σε υγρά δεξαμενή,
• κατασκευή του κωνικού τμήματος των θεμελίων σε υγρά δεξαμενή σε συνθήκες επίπλευσης, που ασφαλίζεται με αλυσίδες και είναι εύκολα προσβάσιμο από την ξηρά με τη χρήση προσωρινών επιπλεουσών γεφυρών,
• Κατασκευή της επιτόπιας θεμελίωσης υπεδάφους με ειδικευμένο θαλάσσιο εξοπλισμό,
• Ρυμούλκηση και πόντιση των θεμελίων στην οριστική τους θέση.
Ωστόσο, ορισμένα χαρακτηριστικά του έργου αυτού έκαναν τη διαδικασία κατασκευής των θεμελίων του αρκετά εξαιρετική.
Η ξηρά δεξαμενή τοποθετήθηκε κοντά στο εργοτάξιο. Είχε μήκος 200 μέτρων, πλάτος 100 μέτρων και βάθος 14 μέτρων και μπορούσε να υποστηρίξει την ταυτόχρονη κατασκευή δύο θεμελίων. Είχε ένα ασυνήθιστο σύστημα σφράγισης: το πρώτο θεμέλιο κατασκευαζόταν πίσω από ένα ανάχωμα, αλλά όταν ρυμουλκείτο έξω, το δεύτερο θεμέλιο, η κατασκευή του οποίου είχε ήδη αρχίσει, έπλεε στο μπροστινή θέση και χρησίμευε ως θύρα της δεξαμενής.
Η βυθοκόρυση του πυθμένα, με την έμπηξη 500 ενθεμάτων, την τοποθέτηση και το στρώσιμο μια στρώσης χαλικιού από πάνω σε βάθος νερών 65 μέτρων, ήταν το πιο σημαντικό θαλάσσιο εγχείρημα που απαιτούσε ειδικό εξοπλισμό και διαδικασίες. Ουσιαστικά, η πλωτή εξέδρα ήταν μια ιδιοκατασκευή που βασίστηκε στο πολύ γνωστό σύστημα των εξεδρών τεταμένης κατακορύφου αγκυρώσεως (TLP), που χρησιμοποιήθηκε όμως για πρώτη φορά σε κινητό εξοπλισμό. Το σύστημα αυτό βασίστηκε στην ενεργό κατακόρυφη αγκύρωση σε αντίβαρα τοποθετημένα στον πυθμένα της θάλασσας. Η τάνυση σε αυτά τα κάθετα συρματόσκοινα αγκύρωσης ρυθμίστηκε έτσι ώστε να δίνει την απαραίτητη σταθερότητα στην εξέδρα σε σχέση με τις κινήσεις της θάλασσας και τα φορτία που χειρίζεται ο γερανός που υπάρχει στο κατάστρωμά της. Αυξάνοντας την τάνυση στα συρματόσχοινα αγκύρωσης, η άνωση της εξέδρας επιτρέπει στα βάρη αγκύρωσης να ανασηκώνονται από τον πυθμένα της θάλασσας, τότε η εξέδρα, μαζί με τα βάρη της, μπορούν να πλεύσουν σε νέα θέση.
Όπως προαναφέρθηκε, όταν ολοκληρώθηκαν οι βάσεις των βάθρων ρυμουλκήθηκαν και στη συνέχεια ποντίστηκαν στην οριστική τους θέση. Τα τμήματα που δημιουργούνταν στα θεμέλια από τις ακτινωτές δοκούς χρησιμοποιήθηκαν για τον έλεγχο της αντιστάθμισης και της πόντισης με διαφορικό ερματισμό. Στη συνέχεια, οι βάσεις των βάθρων πληρώθηκαν με νερό για να επιταχυνθούν οι καθιζήσεις, που είναι σημαντικές (μεταξύ 0,1 και 0,2 m). Αυτή η προφόρτιση διατηρήθηκε και κατά την κατασκευή του κορμού και της κεφαλής βάθρου, επιτρέποντας έτσι τη διόρθωση των πιθανών διαφορικών καθιζήσεων πριν την κατασκευή των πυλώνων και της ανωδομής καταστρώματος.
Το κατάστρωμα της κυρίως γέφυρας ανεγέρθη χρησιμοποιώντας την τεχνική της αμφίπλευρης προβολοδόμησης με προκατασκευασμένα στοιχεία καταστρώματος μήκους 12 μέτρων, συμπεριλαμβανομένης της πλάκας σκυροδέματός τους. Το συνολικό βάρος ενός προκατασκευασμένου τεμαχίου ήταν 340 τόνοι και τοποθετήθηκε με τη χρήση πλωτού γερανού (TAKLIFT 7). Ο ρυθμός ανέγερσης ολόκληρης της δομής καταστρώματος έφτασε τα 60 μέτρα την εβδομάδα.
(Πηγή: Γέφυρα Α.Ε.)
Της μελέτης και κατασκευής προΐστατο η γαλλική εταιρεία Vinci σε συνεργασία με τις μεγαλύτερες ελληνικές κατασκευαστικές εταιρείες (Άκτωρ, J&P και Αθηνά).
i. Περιβάλλον
Το περιβάλλον στο οποίο κατασκευάστηκε η γέφυρα παρουσιάζει έναν συνδυασμό φυσικών αντιξοοτήτων που καθιστά το έργο αυτό αρκετά περίπλοκο, όπως το πλάτος του Στενού που είναι περίπου 2.500 μέτρα, το βάθος της θάλασσας (ως και 65 μέτρα) σε συνδυασμό με τα βαθιά χαλαρά αλλουβιακά στρώματα, η πιθανότητα ισχυρής σεισμικής δραστηριότητας, οι τεκτονικές κινήσεις και οι εξαιρετικά ισχυροί άνεμοι.
1. Υπέδαφος
Το ανάγλυφο του πυθμένα εμφανίζει απότομες κλίσεις προς τις δύο ακτές και ένα μεγάλο οριζόντιο επίπεδο σε βάθος περίπου 60 μέτρων κάτω από την επιφάνεια της
2. Σεισμοί & τεκτονικές κινήσεις
Στον Κορινθιακό Κόλπο και πιο συγκεκριμένα στη βόρεια ακτή της Πελοποννήσου, έχει καταγραφεί ένας μεγάλος αριθμός ενεργών ρηγμάτων, δηλαδή στο Ξυλόκαστρο, το Αίγιο, την Ελίκη, τον Ψαθόπυργο, την Πάτρα κ.ά. (κόκκινες γραμμές στον χάρτη).
Τα ρήγματα αυτά προκαλούν τεκτονικές κινήσεις και την πλειονότητα των σεισμών που καταγράφονται στην περιοχή. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ακτή του Ρίου (Πελοπόννησος) απομακρύνεται από την πλευρά του Αντιρρίου (Στερεά Ελλάδα) κατά κάποια χιλιοστά κάθε χρόνο.
Η ανάλυση σεισμικού κινδύνου κατέληξε ότι μπορούν να συμβούν σεισμοί κοντινού πεδίου μεγέθους ως και 6,5 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ. Στον χάρτη, οι κύκλοι και τα τετράγωνα αντιστοιχούν σε ιστορικούς και καταγεγραμμένους από τα όργανα σεισμούς μεγέθους μεγαλύτερου των 5,5 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ.
3. Άνεμοι
Λόγω της μορφολογίας των γύρω ορεινών όγκων, το Στενό Ρίου-Αντιρρίου είναι γνωστό για τους συχνούς και ισχυρούς ανέμους. Η ταχύτητα αναφοράς του ανέμου (ωριαίος μέσος όρος σε 10 μέτρα ύψος, περίοδος επαναφοράς 120 έτη) εκτιμήθηκε στα 32 m/sec με βάση μια πλούσια βάση δεδομένων μετρήσεων ανέμων.
ii. Φορτία μελέτης
Τα σεισμικά φορτία μελέτης παρουσιάζονται με τη μορφή φάσματος απόκρισης στο επίπεδο του πυθμένα της θάλασσας. Η μέγιστη επιτάχυνση εδάφους ισούται με 0,48 g και η μέγιστη φασματική επιτάχυνση ισούται με 1,2 g για περιόδους μεταξύ 0,2 s και 1,0 s. Το φάσμα αυτό θεωρείται ότι αντιστοιχεί σε περίοδο επαναφοράς 2.000 ετών ή σε 5% πιθανότητα υπέρβασης για τη διάρκεια ζωής των 120 ετών. Στο ακόλουθο σχήμα, το φάσμα μελέτης της Γέφυρας συγκρίνεται με αυτό που απαιτείται από τον Ελληνικό Αντισεισμικό Κανονισμό (EAK 2000).
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Πελοπόννησος απομακρύνεται από την ηπειρωτική Ελλάδα κατά κάποια χιλιοστά τον χρόνο. Δεδομένης της διάρκειας ζωής των 120 ετών της Γέφυρας, οι συμβατικές προδιαγραφές απαιτούσαν η Γέφυρα να μπορεί να παραλάβει πιθανές κινήσεις ρηγμάτων ως και 2 μέτρων προς κάθε κατεύθυνση, οριζόντια και/ή κατακόρυφα μεταξύ δύο διαδοχικών βάθρων, σε συνδυασμό με κατακόρυφη κλίση 1/500 των πυλώνων.
Στο επίπεδο του καταστρώματος (57 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας) η ταχύτητα ανέμου αναφοράς είναι 50 m/sec. Ωστόσο, τα εύκαμπτα καταστρώματα, όπως αυτά των καλωδιωτών (δηλαδή της Γέφυρας Ρίου-Αντιρρίου) και των κρεμαστών γεφυρών είναι επιρρεπή σε αεροδυναμικές αστάθειες. Οι υπάρχουσες προδιαγραφές απαιτούν η αεροδυναμική ευστάθεια των εύκαμπτων γεφυρών με άνοιγμα μεγαλύτερο των 200 μέτρων να επιβεβαιώνεται με αεροδυναμικές δοκιμές. Για τη Γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου, οι προδιαγραφές απαιτούσαν η κρίσιμη ταχύτητα ανέμου για «αστάθεια σε πτερυγισμό» (flutter instability) να είναι μεγαλύτερη των 74 m/sec και ότι δεν πρέπει να εμφανίζεται «διάχυση σε δίνη» (vortex shedding) σε ταχύτητες μεταξύ 0 και 53 m/sec.
Επίσης, η γέφυρα πρέπει να είναι ικανή να αντέξει σε πρόσκρουση δεξαμενοπλοίου 180.000 τόνων dwt που πλέει με ταχύτητα 16 κόμβων. Αυτό αντιστοιχεί σε οριζόντιο στατικό φορτίο 28.000 τόνων που εφαρμόζεται σε ύψος 67 μέτρων από τα θεμέλια (3 μέτρα πάνω από τη συνήθη επιφάνεια της θάλασσας).
Ο κρίσιμος τυχηματικός σεισμικός συνδυασμός φόρτισης συνίσταται από τον σεισμό σχεδιασμού και 50% των τεκτονικών κινήσεων.
iii. Σχεδιασμός
Εξαρχής ήταν σαφές ότι το κρίσιμο φορτίο για το μεγαλύτερο τμήμα της κατασκευής είναι ο συνδυασμός τυχηματικού σεισμικού φορτίου.
Η επιλογή αυτής της μελέτης έγινε μετά από εξέταση ενός μεγάλου αριθμού πιθανών λύσεων αναφορικά με το είδος των ανοιγμάτων (κρεμαστή έναντι καλωδιωτής γέφυρας) και συστημάτων θεμελίωσης. Πιο συγκεκριμένα, αναφορικά με τα θεμέλια, η φέρουσα ικανότητα και οι αντίστοιχες κατασκευαστικές μέθοδοι αποτελούσαν βασικό μέλημα σε αυτές τις δύσκολες περιβαλλοντικές συνθήκες που χαρακτηρίζονται από χαλαρό έδαφος έδρασης, σημαντικές σεισμικές επιταχύνσεις και μεγάλο βάθος νερού. Εξετάστηκαν και εναλλακτικά συστήματα θεμελίωσης (όπως η θεμελίωση με πασσάλους, οι βαθιά πακτωμένοι θάλαμοι και αντικατάσταση εδάφους) με τα αντίστοιχα πλεονεκτήματά τους σε ό,τι αφορά την οικονομία, τη δυνατότητα υλοποίησης και την τεχνική αρτιότητα. Η ανάλυση αυτή κατέδειξε ότι η αβαθής θεμελίωση ήταν η πιο ικανοποιητική λύση εφόσον ήταν εφικτή η σημαντική βελτίωση των 20 πρώτων μέτρων του εδάφους. Αυτό επιτεύχθηκε με τη χρήση μεταλλικών ενθεμάτων. Αν και οι θεμελιώσεις αυτές μοιάζουν με θεμελιώσεις με πασσάλους, δεν συμπεριφέρονται σε καμία περίπτωση ως τέτοιες, αφού δεν υπάρχει σύνδεση μεταξύ των ενθεμάτων και του θεμελίου το οποίο θα επιτρέψει στη θεμελίωση να ανασηκωθεί μερικώς ή να ολισθήσει σε σχέση με το έδαφος κατά τη διάρκεια ενός σεισμικού γεγονότος.
Ένα άλλο μοναδικό χαρακτηριστικό του έργου αυτού είναι το συνεχές καλωδιωτό κατάστρωμα, το οποίο εκτός του ότι είναι το μακρύτερο στον κόσμο, είναι και πλήρως αναρτημένο. Αυτό δημιουργεί ένα αποτελεσματικό σύστημα μόνωσης που μειώνει σημαντικά τις σεισμικές δυνάμεις που ασκούνται στο κατάστρωμα και επιτρέπει στη γέφυρα να παραλαμβάνει τις μετακινήσεις ρηγμάτων μεταξύ των γειτονικών βάθρων χάρη στην ευκαμψία του. Στην εγκάρσια διεύθυνση, το κατάστρωμα θα συμπεριφέρεται σαν εκκρεμές και οι πλευρικές του κινήσεις πρέπει να απορροφώνται. Αυτό επιτυγχάνεται με τη χρήση 4 υδραυλικών αποσβεστήρων στους πυλώνες και 2 στα μεταβατικά ακρόβαθρα. Μπορούν να περιορίσουν τις σχετικές πλευρικές μετατοπίσεις μεταξύ του καταστρώματος και των πυλώνων και να απορροφήσουν μεγάλο μέρος της ενέργειας που εισάγεται κατά τη διάρκεια σεισμικών γεγονότων. Ωστόσο, το κατάστρωμα πρέπει να παραμένει στη θέση του και στη διάρκεια πολύ ισχυρών ανέμων. Για το σκοπό αυτό, είναι συνδεδεμένο με κάθε πυλώνα μέσω μιας οριζόντιας μεταλλικής ράβδου ικανότητας 10.500KN (που ονομάζεται «αναστολέας εγκάρσιας στήριξης») και η οποία θα σπάσει μόνο σε περίπτωση εξαιρετικά ασυνήθιστου σεισμικού γεγονότος, επιτρέποντας έτσι στους αποσβεστήρες να ενεργοποιηθούν.
Ο αρμός διαστολής με ειδικά στοιχεία εγκάρσιας στήριξης έχει σχεδιαστεί για να επιτρέπει τις μέγιστες κινήσεις σχεδιασμού της κυρίως γέφυρας ως προς τις γέφυρες πρόσβασης. Ενώ ο αρμός διαστολής μπορεί να παραλάβει σε λειτουργία μετακίνηση 1.22 μ (κλείσιμο) και 1.26 μ (άνοιγμα) κατά μήκος και +/- 0.10 μ κατά πλάτος έχει σχεδιαστεί για μέγιστη μετακίνηση 2.20 μ (κλείσιμο) και 2.81 μ (άνοιγμα) κατά μήκος και +/- 2.50 μ κατά πλάτος για τον σεισμό σχεδιασμού. Στη διάρκεια του σεισμού, τα στοιχεία της εγκάρσιας στήριξης μέσα στον αρμό διαστολής θα ελευθερωθούν για να ελαχιστοποιηθούν οι δυνάμεις που ασκούνται στη δομή της γέφυρας προκαλώντας έτσι περιορισμένες, μικρές και ελεγχόμενες φθορές στον αρμό διαστολής και την παρακείμενη δομή της γέφυρας.
iv. Περιγραφή της γέφυρας
Η γέφυρα αποτελείται από τις εξής κατασκευές:
• Την κυρίως γέφυρα, δηλαδή μια καλωδιωτή γέφυρα πολλαπλών ανοιγμάτων μήκους 2.252 μέτρων, με ανοίγματα μήκους 286m-560m-560m-560m-286m.
• Δύο γέφυρες πρόσβασης μήκους 392 μέτρων στην πλευρά του Ρίου (σύμμεικτο κατάστρωμα) και 239 μέτρων στην πλευρά του Αντιρρίου (προεντεταμένες αμφιέρειστες δοκούς).
Η άνω στρώση του υπεδάφους κάτω από τα θεμέλια των πυλώνων ενισχύθηκε με ενθέματα, τα οποία είναι κοίλοι μεταλλικοί σωλήνες διαμέτρου 2 μέτρων και μήκους 25 έως 30 μέτρων που εμπήγνυνται σε ανά αποστάσεις 7 μέτρων μεταξύ τους. Στη θέση των βάθρων τοποθετήθηκαν περίπου 200 τέτοιοι σωλήνες. Μια στρώση αμμοχάλικου, πάχους 3 μέτρων επιμελημένα ισοπεδωμένη καλύπτει τα ενθέματα αυτά. Τα θεμέλια είναι θάλαμοι από οπλισμένο σκυρόδεμα διαμέτρου 90 μέτρων (που ονομάζονται πέδιλα), που εδράζονται στη στρώση του αμμοχάλικου.
Ένας κώνος διαμέτρου από 38 ως 26 μέτρα αποτελεί το κάτω μέρος του βάθρου. Στο επάνω μέρος του βάθρου υπάρχει μια οκτάγωνη δομή (κορμός βάθρου) και μια ανεστραμμένη πυραμίδα ύψους περίπου 15 μέτρων (κεφαλή βάθρου). Κάθε πυλώνας αποτελείται από μια τετράγωνη βάση πλευράς 38 μέτρων (βάση πυλώνα) και τέσσερα σκέλη από οπλισμένο σκυρόδεμα. Τα σκέλη, διατομής 4×4 μέτρων, πακτώνονται στις 4 γωνίες της βάσης πυλώνα, σχηματίζοντας μια συμπαγή κατασκευή. Ενώνονται στην κορυφή της κεφαλής πυλώνα και προσφέρουν την απαραίτητη ακαμψία ώστε να υπάρχει αντοχή σε ασύμμετρα φορτία λειτουργίας και σεισμικές δυνάμεις.
Τα καλώδια ανάρτησης, που σχηματίζουν ημι-ριπιδοειδή σχήμα, είναι τοποθετημένα σε δύο κεκλιμένες διατάξεις, με το κάτω μέρος τους να αγκυρώνεται στις πλευρές του καταστρώματος και το πάνω μέρος τους στην κεφαλή πυλώνα. Αποτελούνται από 43 ως 73 παράλληλους γαλβανισμένους τένοντες που προστατεύονται από μια εξελασμένη στρώση πολυαιθυλενίου υψηλής πυκνότητας (HDPE). Τέλος, όλοι οι τένοντες είναι τοποθετημένοι μέσα σε περίβλημα από HDPE. Το σύστημα καλωδίων ανάρτησης που έχει προμηθεύσει η Freyssinet ,είναι εξοπλισμένο με ειδικά εξαρτήματα που σχετίζονται με τη συμπεριφορά του σε ισχυρούς σεισμούς. Περιλαμβάνει διατάξεις που ασφαλίζουν τις σφήνες σε περίπτωση που το καλώδιο αποφορτίζεται και σωλήνες εκτροπής στην αγκύρωση για να ελέγχεται η καμπυλότητα του καλωδίου στη διάρκεια σεισμικών ταλαντώσεων.
Το κατάστρωμα έχει πλάτος 27,2 μέτρα με δύο λωρίδες κυκλοφορίας, μια λωρίδα ασφαλείας και πεζοδρόμιο σε κάθε κατεύθυνση. Πρόκειται για μια σύμμεικτη κατασκευή με χαλύβδινο σκελετό, που αποτελείται από δύο διαμήκεις πλακοδοκούς ύψους 2,2 μέτρων σε κάθε πλευρά με εγκάρσιες πλακοδοκούς ανά 4 μέτρα. Η επάνω πλάκα είναι κατασκευασμένη από οπλισμένο σκυρόδεμα. Η CSTB – Nantes πραγματοποίησε εκτενείς δοκιμές σε αεροδυναμική σήραγγα ώστε να προσδιοριστεί η ακριβής γεωμετρία του τμήματος του καταστρώματος και να διασφαλιστεί ότι πληρούνται όλες οι αεροδυναμικές απαιτήσεις.
Η ανωδομή του καταστρώματος είναι συνεχής και πλήρως ανηρτημένη με καλώδια ανάρτησης σε όλο το μήκος της. Ένα καινοτόμο σύστημα απόσβεσης ενέργειας συνδέει το κατάστρωμα με την κορυφή του κάθε βάθρου και περιορίζει την πλευρική κίνηση του καταστρώματος κατά τη διάρκεια του σεισμού σχεδιασμού, ενώ απορροφά και τη σεισμική ενέργεια. Το σύστημα αντισεισμικής προστασίας περιλαμβάνει αναστολείς εγκάρσιων στηρίξεων (ικανότητα 10.5 MN και 3.5 MN στα κυρίως βάθρα και τα μεταβατικά ακρόβαθρα, αντιστοίχως) και ιξώδεις αποσβεστήρες (ικανότητας 3,5 MN ο καθένας) που λειτουργούν παράλληλα και συνδέουν εγκάρσια το κατάστρωμα με τα βάθρα. Οι αναστολείς είναι σχεδιασμένοι ως σταθερή σύνδεση που προστατεύει τα υδραυλικά εξαρτήματα παραλαμβάνοντας τα συχνά φορτία ανέμου. Σε περίπτωση σεισμού, οι αναστολείς εγκάρσιων στηρίξεων είναι σχεδιασμένοι να διαρρέουν, αφήνοντας τους ιξώδεις αποσβεστήρες ελεύθερους να απορροφήσουν την ενέργεια που εκλύεται από τον σεισμό στην κατασκευή. Οι υδραυλικοί αποσβεστήρες, που κατασκευάστηκαν από την FIP-Industriale S.p.A μπορούν να παραλάβουν μετατοπίσεις -1650mm/+1850mm στα κυρίως βάθρα και -2600mm/+2600mm στα μεταβατικά ακρόβαθρα. Μετά από ένα σεισμικό γεγονός, νέες εγκάρσιες στηρίξεις μπορούν να επανατοποθετηθούν σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα.
Στη διαμήκη διεύθυνση, το κατάστρωμα είναι ελεύθερο να απορροφά όλες τις θερμικές και τεκτονικές κινήσεις. Για τον λόγο αυτόν τα ακρόβαθρα είναι μεταλλικά περιστρεφόμενα πλαίσια (αρθρωτά στις άκρες τους) που παραλαμβάνουν τις μεγάλες μετακινήσεις του καταστρώματος μήκους 2.252 μέτρων. Μεταξύ της κυρίως γέφυρας και των γεφυρών πρόσβασης, οι αρμοί διαστολής, που έχει προμηθεύσει η Maurer Söhne, παραλαμβάνουν τις μεγάλες μετακινήσεις.
Σχετικά με τα υλικά, τα περισσότερα στοιχεία της γέφυρας είναι από οπλισμένο σκυρόδεμα. Η κατηγορία σκυροδέματος κυμαίνεται κυρίως μεταξύ C45/55 και C60/75 και η ποιότητα χάλυβα για τον σιδηροπολισμό ήταν S500s. Για τις προεντεταμένες κατασκευές (στη βάση και την κεφαλή πυλώνα) η χαρακτηριστική αντοχή θραύσης των τενόντων ήταν fpk=1860MPa. Το πλαίσιο του κυρίως καταστρώματος, ο θάλαμος της κεφαλής πυλώνα και το περιστρεφόμενο πλαίσιο (στα ακρόβαθρα) είναι κατασκευασμένα από δομικό χάλυβα ποιότητας S460 και/ή S355. Τέλος, οι τένοντες των καλωδίων ανάρτησης έχουν εγγυημένη εφελκυστική αντοχή θραύσης FGUTS=1770MPa.
v. Μέθοδοι κατασκευής
Οι μέθοδοι κατασκευής για τα θεμέλια είναι αυτές που συνήθως χρησιμοποιούνται για την κατασκευή υπερθαλάσσιων πλατφορμών από σκυρόδεμα:
• κατασκευή των πέδιλων της θεμελίωσης σε ξηρά δεξαμενή μέχρι το ύψος των 15 μέτρων ώστε να παρέχεται επαρκής άνωση,
• ρυμούλκηση και πρόσδεση των πέδιλων αυτών σε υγρά δεξαμενή,
• κατασκευή του κωνικού τμήματος των θεμελίων σε υγρά δεξαμενή σε συνθήκες επίπλευσης, που ασφαλίζεται με αλυσίδες και είναι εύκολα προσβάσιμο από την ξηρά με τη χρήση προσωρινών επιπλεουσών γεφυρών,
• Κατασκευή της επιτόπιας θεμελίωσης υπεδάφους με ειδικευμένο θαλάσσιο εξοπλισμό,
• Ρυμούλκηση και πόντιση των θεμελίων στην οριστική τους θέση.
Ωστόσο, ορισμένα χαρακτηριστικά του έργου αυτού έκαναν τη διαδικασία κατασκευής των θεμελίων του αρκετά εξαιρετική.
Η ξηρά δεξαμενή τοποθετήθηκε κοντά στο εργοτάξιο. Είχε μήκος 200 μέτρων, πλάτος 100 μέτρων και βάθος 14 μέτρων και μπορούσε να υποστηρίξει την ταυτόχρονη κατασκευή δύο θεμελίων. Είχε ένα ασυνήθιστο σύστημα σφράγισης: το πρώτο θεμέλιο κατασκευαζόταν πίσω από ένα ανάχωμα, αλλά όταν ρυμουλκείτο έξω, το δεύτερο θεμέλιο, η κατασκευή του οποίου είχε ήδη αρχίσει, έπλεε στο μπροστινή θέση και χρησίμευε ως θύρα της δεξαμενής.
Η βυθοκόρυση του πυθμένα, με την έμπηξη 500 ενθεμάτων, την τοποθέτηση και το στρώσιμο μια στρώσης χαλικιού από πάνω σε βάθος νερών 65 μέτρων, ήταν το πιο σημαντικό θαλάσσιο εγχείρημα που απαιτούσε ειδικό εξοπλισμό και διαδικασίες. Ουσιαστικά, η πλωτή εξέδρα ήταν μια ιδιοκατασκευή που βασίστηκε στο πολύ γνωστό σύστημα των εξεδρών τεταμένης κατακορύφου αγκυρώσεως (TLP), που χρησιμοποιήθηκε όμως για πρώτη φορά σε κινητό εξοπλισμό. Το σύστημα αυτό βασίστηκε στην ενεργό κατακόρυφη αγκύρωση σε αντίβαρα τοποθετημένα στον πυθμένα της θάλασσας. Η τάνυση σε αυτά τα κάθετα συρματόσκοινα αγκύρωσης ρυθμίστηκε έτσι ώστε να δίνει την απαραίτητη σταθερότητα στην εξέδρα σε σχέση με τις κινήσεις της θάλασσας και τα φορτία που χειρίζεται ο γερανός που υπάρχει στο κατάστρωμά της. Αυξάνοντας την τάνυση στα συρματόσχοινα αγκύρωσης, η άνωση της εξέδρας επιτρέπει στα βάρη αγκύρωσης να ανασηκώνονται από τον πυθμένα της θάλασσας, τότε η εξέδρα, μαζί με τα βάρη της, μπορούν να πλεύσουν σε νέα θέση.
Όπως προαναφέρθηκε, όταν ολοκληρώθηκαν οι βάσεις των βάθρων ρυμουλκήθηκαν και στη συνέχεια ποντίστηκαν στην οριστική τους θέση. Τα τμήματα που δημιουργούνταν στα θεμέλια από τις ακτινωτές δοκούς χρησιμοποιήθηκαν για τον έλεγχο της αντιστάθμισης και της πόντισης με διαφορικό ερματισμό. Στη συνέχεια, οι βάσεις των βάθρων πληρώθηκαν με νερό για να επιταχυνθούν οι καθιζήσεις, που είναι σημαντικές (μεταξύ 0,1 και 0,2 m). Αυτή η προφόρτιση διατηρήθηκε και κατά την κατασκευή του κορμού και της κεφαλής βάθρου, επιτρέποντας έτσι τη διόρθωση των πιθανών διαφορικών καθιζήσεων πριν την κατασκευή των πυλώνων και της ανωδομής καταστρώματος.
Το κατάστρωμα της κυρίως γέφυρας ανεγέρθη χρησιμοποιώντας την τεχνική της αμφίπλευρης προβολοδόμησης με προκατασκευασμένα στοιχεία καταστρώματος μήκους 12 μέτρων, συμπεριλαμβανομένης της πλάκας σκυροδέματός τους. Το συνολικό βάρος ενός προκατασκευασμένου τεμαχίου ήταν 340 τόνοι και τοποθετήθηκε με τη χρήση πλωτού γερανού (TAKLIFT 7). Ο ρυθμός ανέγερσης ολόκληρης της δομής καταστρώματος έφτασε τα 60 μέτρα την εβδομάδα.
(Πηγή: Γέφυρα Α.Ε.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου